- ελευθεροστομώ
- (-έω) (ΑΜ ἐλευθεροστομῶ)μιλώ ελεύθερα, με ειλικρίνειανεοελλ.χρησιμοποιώ άσεμνες λέξεις και εκφράσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλευθεροστομῶ — ἐλευθεροστομέω to be free of speech pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐλευθεροστομέω to be free of speech pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξελευθεροστομώ — ἐξελευθεροοτομῶ, έω (Α) [ελευθεροστομώ] ελευθεροστομώ) χωρίς καμιά επιφύλαξη … Dictionary of Greek